Loading...
Ο Πρίμο Λέβι [Primo Levi] το 2009 στο βιβλίο του Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, μιλώντας για το Ολοκαύτωμα γράφει: «Τότε για πρώτη φορά συνειδητοποιήσαμε ότι η γλώσσα μας δεν έχει τις λέξεις για να εκφράσει αυτήν την ύβρη, την εκμηδένιση του ανθρώπου». Για την ανεπάρκεια της γλώσσας ως κατασκευή να περιγράψει την ανθρώπινη πραγματικότητα έχουν γραφτεί πολλά κείμενα. Ο Λακάν [Lacan] στις Ψυχώσεις (2013) μας μιλά για τον άνθρωπο ως το υποκείμενο που έχει αιχμαλωτιστεί και βασανιστεί από τη γλώσσα, το δομημένο σύστημα σημείων που μοιάζει να λειτουργεί σε διαφορετικό επίπεδο από το βίωμα και δεν μπορεί επαρκώς να αναστοχαστεί και να το εκφράσει με λέξεις, δομώντας, όμως, αυτόν που τη χρησιμοποιεί. Το νόημα δεν ευρίσκεται μόνο στη γλώσσα αλλά είναι δύσκολο κάποιος να της αντισταθεί και να επινοήσει κάτι καινούριο (Hildenbrand, 1990). Το τέταρτο αξίωμα του Βατσλάβικ [Watzlawick] για την ανθρώπινη επικοινωνία διακρίνει την συνύπαρξη ψηφιακής και αναλογικής επικοινωνίας (O'Connell, 2013). Στην ψηφιακή μία λέξη αντιστοιχεί σε ένα αντικείμενο, δηλαδή ένα σημαίνον σε ένα σημαινόμενο, ενώ στην αναλογική κάνουμε λόγο για τη μη λεκτική επικοινωνία όπως η γλώσσα του σώματος, οι χειρονομίες, οι εκφράσεις του προσώπου, ο τόνος της φωνής και άλλα σήματα που δεν χρησιμοποιούν τις λεκτικές δομές. Πρόκειται για ανεξάρτητες ολότητες και παράλληλες λειτουργίες. Οτιδήποτε εκτός της γλώσσας, με πρωταγωνιστή το σώμα και τις λειτουργίες του έρχεται για να μας δώσει πληροφορίες που οι γλωσσικές συμβάσεις δεν μπορούν προς στιγμήν να μεταφέρουν. Το σώμα στη θεραπεία —ως αναλογική επικοινωνία— μας «μιλά» περισσότερο για τις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στους συμμετέχοντες τόσο τη στιγμή της αφήγησης όσο και για την ίδια την αφήγηση ετεροχρονισμένα.
Πριν ένα χρόνο ήρθε σε μενα μια πελάτισσα για το πένθος και την αγχώδη συμπτωματολογία που εμφάνιζε. Σε όλες τις συναντήσεις μας άρθρωνε γρήγορα εκφράζοντας την ανάγκη της να μιλήσει για πρώτη φορά και να «αδειάσει» όλα αυτά που κουβαλούσε από τις καταστάσεις, με ψιλή και δυνατή φωνή γεμάτη υπερένταση. Λίγες συνεδρίες μετά και σε κομβικό σημείο, σε ερώτηση μου για το πένθος της που εκείνη τη μέρα ένιωσε πιο άνετα πια να αναφέρει, η ταχύτητά της ανακόπηκε, έκανε για πρώτη φορά παύσεις, η φωνή της βάθυνε και χαμήλωσε σε ένταση μιλώντας πια γι’ αυτό που χρειαζόταν, γεγονός που διατηρήθηκε σταδιακά όσο συνεχίζαμε τη θεραπεία. Μία άλλη πελάτισσα που έφτασε σε μενα για τις σκέψεις αυτοκτονίας που είχε και το χαράκωμα που προκαλούσε για καιρό στον εαυτό της, προτιμούσε να κρατάει ό, τι ρούχο κάλυπτε το σώμα της, μπουφάν, σκουφί και κασκόλ ακόμα και σε θερμοκρασίες που δε χρειαζόταν. Η υπόθεση μου είχε να κάνει με τη θεραπευτική σχέση και γενικότερα με τα προσωπικά της όρια, με την αμηχανία της και τον χρόνο που χρειαζόταν για να νιώσει άνετα, κι όλα αυτά μέχρι να μοιραστεί την ιστορία της. Ως θύμα βασανιστηρίων και σεξουαλικής κακοποίησης σε κάποια χώρα της Αφρικής, το σώμα της ήταν γεμάτο σημάδια από καψίματα που της προκάλεσαν κατά τη διάρκεια όλων αυτών. Εκείνη, νοηματοδοτούσε το χαράκωμα ως τρόπο για να νιώθει αυτοπεποίθηση και αίσθηση ελέγχου στο σώμα της. Το σύμπτωμα μοιάζει να της έδινε την ελευθερία να επιλέξει να εκφράσει όλα αυτά που για πρώτη φορά έβαζε σε λέξεις, ακόμα και με φαινομενικό ρίσκο για τη ζωή της. Ήταν σα να έλεγε ότι το δέρμα, το όριο ανάμεσα σε κείνη και τον κόσμο, το ελάχιστο που μπορεί να κατέχει μετά από όλα αυτά, είναι δικό της και μόνο αυτή μπορεί να το ελέγχει πια, ακόμα και με επιβλαβή τρόπο. Η κλειστή, σχεδόν ακίνητη στάση του σώματος της, η διατήρηση της θερμοκρασίας και της κάλυψης, της προστασίας που χρειαζόταν για να μην αποκαλυφθεί η ντροπή της για τα σημάδια και την ιστορία της, ερχόταν πολύ πριν την ίδια την γλώσσα να μου αφηγηθεί τις ανάγκες της, δίνοντας της την ελευθερία της έκφρασης τους που η γλώσσα δεν κατόρθωνε.
Το δέρμα αποτελεί συχνά πομπό πληροφοριών για τις ανάγκες των ανθρώπων δημιουργώντας δυνατότητες ελευθερίας. Συνηθίζουν να τραβάνε το δέρμα γύρω από τα νύχια, να μαδάνε τις τρίχες της κεφαλής τους, να τρώνε τα νύχια τους, επαναλαμβάνοντας μοτίβα συμπεριφορών πάνω τους που τούς προσφέρουν την ανακούφιση, τον καθησυχασμό ή τον έλεγχο που δεν αρθρώνουν. Το σύμπτωμα έχοντας χρησιμότητα στην επικοινωνία και ως λύση σε ένα άλλο πρόβλημα, μοιάζει να επιτρέπει στο σύστημα να επικοινωνήσει τις πληροφορίες— αυξάνοντας την πολυπλοκότητα από τη μία και παράλληλα αποτελώντας οικονομική λύση στο παρόν— που δεν μπορεί με άλλον τρόπο. Λειτουργεί, έτσι, ως —συχνά σωματικό— όργανο παραγωγής συνθηκών ελευθερίας εκτός των γλωσσικών δομών.
Οι δυναμικές αλληλεπιδράσεις της ανατομίας μας διδάσκουν ότι ένα σώμα με αδύναμη βάση έχει την τάση να κλείνει τα γόνατα προς τα μέσα κατά τη διάρκεια της κίνησης, κι όταν νιώθει αδυναμία σε ένα μέρος, τείνει να σφίγγεται σε κάποιο άλλο. Η αναπνοή μας γίνεται ρηχή όταν αγχωνόμαστε ή νιώθουμε πίεση, κοφτή, και το πρόσωπο μας κάνει μορφασμούς που μεταφέρουν πληροφορίες για τις ανάγκες μας συχνά σε αναντιστοιχία με τα λεγόμενα μας, στέλνοντας διπλά μηνύματα στους άλλους. Σε εξελικτικό επίπεδο, για τον εγκέφαλο ήταν και συνεχίζει να είναι βασικό να διατηρεί την ενέργεια του για να εξασφαλίζει την επιβίωση του ώστε να μπορεί να βρίσκει φαγητό και φύλαξη, να διεκδικήσει τον σεξουαλικό σύντροφο του και να γλιτώνει από τις απειλές (Sexton, 2018). Έχοντας μάθει πρώτα την επικοινωνία που έχει να κάνει με το σώμα και ύστερα την γλωσσική, ο εγκέφαλος φαίνεται να ερμηνεύει ευκολότερα εκείνη που του είναι εξελικτικά πιο οικεία και «οικονομική» για τη διατήρηση της ενέργειας του, όπως διαβάζουμε στους Watzlawick, Beavin, και Jackson (1967). Στις κοινωνίες υψηλού πλαισίου επικοινωνίας, όπου περιέχει λιγότερα δεδομένα και περισσότερη εξωλεκτική επικοινωνία και έμφαση στις σχέσεις, αυτή είναι πιο «ευκολοχώνευτη», καθώς θεωρείται ταχύτερη και πιο αποτελεσματική, γιατί βασίζεται στο ένστικτο. Αντίθετα, οι πιο «ευθείες», λογικές και κυριολεκτικές στην επικοινωνία κοινωνίες χαμηλού πλαισίου, είναι λιγότερο αποτελεσματική στην μεταφορά του μηνύματος (O'Connell, 2013). Στο άρθρο «The brain forgets in order to conserve energy» (2015) διαβάζουμε ότι λόγω του ότι ο εγκέφαλος έχει μάθει επαρκώς μια συγκεκριμένη σύνδεση, προτιμάει αυτή αντί να διατηρήσει κάποιες νεότερες και λιγότερο χρήσιμες συνδέσεις που θα χρειαστούν περισσότερη κατανάλωση ενέργειας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, σε ένα αντιφατικό μήνυμα όπου το υποκείμενο σε λεκτικό επίπεδο λέει κάτι και σε εξωλεκτικό κάτι διαφορετικό, συχνά αντίθετο, ο δέκτης ενώ σε λογικό επίπεδο δέχεται το κυριολεκτικό μήνυμα, λαμβάνει κυρίως το αναλογικό μήνυμα ως αίσθηση, καθώς το πλαίσιο της επικοινωνίας είναι αυτό που καθορίζει το μήνυμα.
Ιδιαίτερο θεραπευτικό ενδιαφέρον έχει η ψυχοσωματική συμπτωματολογία ως σημείο συνάντησης των λεκτικών και εξωλεκτικών συστημάτων μέσα από τις σωματικές μεταφορές της γλώσσας. Πελάτες με πόνους στον αυχένα, στη μέση και στην πλάτη, που δεν οφείλονται στη φυσιολογία τους, πολύ συχνά χρησιμοποιούν φράσεις που έχουν να κάνουν με το βάρος, με την αντοχή και το κουβάλημα, την τάση να λυγίσουν προς τα κάτω, εκφράζοντας με τον τρόπο αυτό την κούραση από την ανάληψη ευθυνών που δεν είναι δικές τους και την πολλαπλότητα των ρόλων τους. Δερματικά προβλήματα συχνά συνδέονται με φράσεις όπως «το ένιωσα στο πετσί μου» και «με βγάζει από τα ρούχα μου», μιλώντας για τον θυμό τους, την επιθυμία οριοθέτησης και προστασίας. Μία πελάτισσα μου με αγχώδη συμπτωματολογία, ανέφερε συνέχεια ότι έκανε μεγάλες παύσεις αναπνοής σε καταστάσεις που συνδέονταν με κάτι επώδυνο και ξαφνικά έπαιρνε βαθιές απότομες ανάσες για να πάρει αέρα, περιγράφοντας τη δυσκολία της με τις φράσεις «δεν έχω αέρα, μου κλέβουν τις ανάσες». Το πρόβλημα της ήταν η δυσκολία της να ζητήσει τον χώρο που χρειαζόταν, να βάλει όρια και να πει όχι σε πράγματα που δεν ήθελε να αναλάβει. Το σώμα λειτουργώντας μέχρι τότε ως ένα εργαλείο δημιουργίας πιθανοτήτων για ελευθερία, σταμάτησε να χρησιμοποιεί αυτήν την επικοινωνία για να της θυμίζει να φροντίζει τις ανάγκες της όταν η ίδια, μέσα από τη θεραπεία, πήρε τις πληροφορίες που της έδινε και μπόρεσε να τις λεκτικοποιήσει. Είναι φανερό, λοιπόν, πως το σώμα μπορεί να λειτουργήσει ως όργανο ελευθερίας για το υποκείμενο ανάμεσα στην διπλή επικοινωνία που συχνά διαφέρει και δημιουργεί ασάφεια. Με τα λόγια του ποιητή Γιάννη Κοντού: «Είναι κι αυτό κάτι στις μέρες μας, που για να επισκεφθείς τον εαυτό σου χρειάζεσαι διαβατήριο» (2013: 16).
Hildenbrand, B. (1990). Η μικρο-ανάλυση της γλώσσας ως μέσο διαμόρφωσηςυποθέσεων. Μτφ. Ζήσης, Τ.
Κοντός, Γ. (2013). Τα ποιήματα (1970-2010). Αθήνα: Τόπος.
Λακάν, Ζ. (2013). Οι Ψυχώσεις: Σεμινάριο τρίτο 1955-1956. Αθήνα: Ψυχογιός.
Λέβι, Π. (2009). Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος. Αθήνα: Άγρα.
Lund University. (2015). The brain forgets in order to conserve energy. Ανακτήθηκε 3 Ιανουαρίου 2021, από ιστοσελίδα
O'Connell, M. R. (2013). High and Low Context Communication. Ανακτήθηκε 7 Ιανουαρίου 2021, από ιστοσελίδα https://viaconflict.wordpress.com/2013/08/31/high-low-context-communication/
O'Connell, M. R. (2013). Watzlawick’s Axioms and Conflict Resolution [Part 2]. Ανακτήθηκε 7 Ιανουαρίου 2021, από ιστοσελίδαhttps://viaconflict.wordpress.com/2013/01/31/watzlawicks-axioms-and-conflict-resolution-part-2/
Watzlawick, P., Beavin, J., and Jackson, D. (1967). Pragmatics of Human Communication. New York: W.W. Norton and Company.